- πυροβολικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολικήστρ. η τεχνική τής ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου διαμετρήματος3. το ουδ. ως ουσ. το πυροβολικόστρ. α) όπλο τού στρατού ξηράς, το δεύτερο κατά ιεράρχηση, και το κύριο όπλο παροχής πυρών υποστήριξης τών μονάδων ελιγμού, δηλαδή τού πεζικού και τών τεθωρακισμένων σε οποιαδήποτε τακτική κατάσταση, γιατί μπορεί να προσβάλει αποτελεσματικά στόχους επιφανείαςβ) το σύνολο τών πυροβόλων πολεμικού πλοίου καθώς και το προσωπικό που τά χειρίζεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο. Η λ., στο ουδ. πυροβολικόν, μαρτυρείται από το 1822 στα Ἔγγραφα τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.